Σάββατο 6 Φεβρουαρίου 2010

Τα τσιγάρα, τα ποτά και τα ξενύχτια

Δε μ’αρέσει η νύχτα. Για την ακρίβεια ποτέ δε μ’άρεσε. Δεν το θεώρησα ποτέ μαγκιά να περιμένω ως τις 12 το βράδυ για να αρχίσω να ετοιμάζομαι για να βγω από το σπίτι και να γυρίσω στις 6. Δε λέω πως δεν το δοκίμασα, ειδικά αμέσως μετά το σχολείο του έδωσα και κατάλαβε για ένα ολόκληρο καλοκαίρι σε σχεδόν καθημερινή βάση. Θυμάμαι τότε δούλευα κιόλας, αρχίζοντας στις 11 το πρωί και συχνά το πήγαινα σερί. Κοιμόμουν μόνο όταν ήταν απόλυτη ανάγκη για να μην πεθάνω. Από το καλοκαίρι εκείνο δε θυμάμαι τίποτα. Μόνο τη φίλη μου να λέει “Τι ωραία που περάσαμε”. Ο εγκέφαλος από τις ακραίες συνθήκες στέρησης ύπνου δεν έχει σχηματίσει καμία μνήμη. Απορώ πώς την έβγαλα καθαρή τότε να σου πω την αλήθεια. Αφού όμως μπόρεσα να αντέξω 60 ημέρες σε ρυθμούς πιο παράλογους κι από τις ήττες του Παναθηναικού από το Μαρούσι, τότε μπορώ να αντέξω και σε όλες τις κακουχίες.

Ζώντας στην Αγγλία σα φοιτήτρια έμαθα πώς είναι να απέχεις από τα κλαμπ (αν τα ξενυχτάδικα της Ελλάδας δε μ’αρέσουν μια, της Αγγλίας δε μ’αρέσουν δέκα) και να περνάς πολύ καλά σε συγκεντρώσεις σε σπίτια φίλων. Χαρτιά, τάβλια, φαγητό και άσκοπα συμβούλια πάνω από κατσαρόλες με καρβουνιασμένο πάτο ως το πρωί. Αυτό που έσωζε την κατάσταση στην ξενιτιά, όσον αφορά τις εξόδους, ήταν οι pub βέβαια, αλλά κι αυτές ως τις 11. Στα πάτρια εδάφη, την κατάσταση σώζουν τα ζεστά χουχουλιάρικα ταβενάκια. ‘Οπως αυτό που βρέθηκα χθες, τόσο παρείστικο και τόσο γλυκά στολισμένο με εκείνα τα αποκριάτικα και τις σερπαντίνες που μ’αρέσουν!

Στο τέλος πλέον της φοιτητικής μου ζωής μπορώ να πω με σιγουριά ότι έχουν αλλάξει σχεδόν όλα. Δε νομίζω ότι βρίσκεται εύκολα κάτι για το οποίο να θεωρώ ότι αξίζει να χαραμίσω τον ύπνο μου, και πολύ περισσότερο όταν όλα τα πρωινά είμαι στο πόδι. Σπάνια, πολύ σπάνια, και μόνο εφόσον υπάρχει καλή παρέα που θα μου πάρει το χασμουρητό που κάνει την εμφάνισή του κατα τις δυο παρά (στάνταρ αυτό), αποφασίζω να το τολμήσω. Μιλάω σχεδόν αποκλειστικά για τις Παρασκευές και τα Σάββατα, μη νομίζεις ότι αφήνω το “ξεσάλωμα” να επηρεάσει τη βδομάδα μου. Προς Θεού! Οι επιλογές μου είναι τόσο προσεκτικές που συνήθως δεν το μετανιώνω, με μια ακόλουθη μέρα καμμένη από τον πονοκέφαλο. Οπότε είμαστε όλοι ευχαριστημένοι.

Δεν ισχύει το ίδιο για πολλούς συνομηλίκους μου, οι οποίοι ακόμα θεωρούν ξενέρα να βγουν πριν τις 9. Χμμ… αυτό καταντάει ψύχωση. Γιατί, στο κάτω κάτω της γραφής, τι πιο ωραίο από το να βγαίνεις στον ήλιο μια Κυριακή πρωί; Η μέρα είναι ευλογία, ειδικά αν βρίσκεσαι σε μια χώρα όπως η Ελλάδα. Και γιατί να θυσιάσεις όλες σου τις εξόδους για να πας να στριμωχτείς σε ένα ντουμανιασμένο κουτί με ένα ποτήρι οινόπνευμα στο χέρι, όταν το σκοτάδι έξω είναι πίσσα και έχοντας όλη την κούραση της ημέρας μαζεμένη; Για να λες ότι περνάς καλά; Ποιο επεισόδιο έχασα που λέει πως για να περάσεις καλά πρέπει να μη συζητάς με τον άλλο αλλά να χτιπιέσαι μόνος σου, πετώντας λουλούδια σε άσχετους; Δυο φορές το χρόνο και πολύ του είναι. Αν είναι να βγώ βράδυ, προτιμώ ένα ταβερνάκι όπως το χθεσινό ή μια βόλτα με το αμάξι με ωραία παρέα. Τρελαίνομαι για τα φώτα της πόλης.

Below, μπορείς να δεις τι μπορεί να κάνει η νύχτα στον άνθρωπο μαζί με τα οποιαδήποτε αξεσουάρ τη συνοδεύουν, συμπεριλαμβανομένης της νοοτροπίας που τη χαρακτηρίζει. Οκέι, γίνομαι υπερβολική και το παράδειγμά μου είναι εξαιρετικά ακραίο, με προεκτάσεις που δεν αφορούν τον μέσο άνθρωπο-ξεσαλωτή. Παρόλα αυτά, επειδή πρόκειται για εντυπωσιακή περίπτωση, παραθέτω το πριν και το μετά της φωνής της Marianne Faithfull, έτσι για να βρίσκεται. Όλα εδώ πληρώνονται…

Το πριν:

Το μετά:

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Are you talking to me?